πεταρούδι

πεταρούδι
το, Ν
1. μικρό πουλί, νεοσσός που δοκιμάζει να πετάξει
2. το παιδάκι που αρχίζει να περπατάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεταρίζω + υποκορ. κατάλ. -ούδι (πρβλ. ξεπεταρ-ούδι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πεταρούδι — το ιού, το μικρό πουλί, ο νεοσσός: Όλα τα νήπια μαζεύτηκαν σαν πεταρούδια γύρω από τη δασκάλα τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”